ἐσχαρέων

ἐσχαρέων
ἐσχάρα
hearth
fem gen pl (epic ionic)
ἐσχάρα
hearth
fem gen pl (epic ionic)
ἐσχαρεύς
a ship's cook
masc gen pl
ἐσχαρέω̆ν , ἐσχαρεύς
a ship's cook
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εσχαρεών — ἐσχαρεών ( ῶνος), ὁ (Α) [εσχάρα] εσχάρα, σχάρα …   Dictionary of Greek

  • ἐσχαρεών — forge masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχαρεῶνα — ἐσχαρεών forge masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχαρεῶνι — ἐσχαρεών forge masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχαρεῶνος — ἐσχαρεών forge masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχαρεῶσι — ἐσχαρεών forge masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εσχάρα — η βλ. σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται συγγένεια με το αρχ. σλαβ. iskra «σπίθα». Σχηματισμός σε ρᾱ (κατά τα τέφ ρᾱ, χώ ρᾱ). Νεοελλ. εσχάρα, σχάρα, σκάρα. ΠΑΡ. εσχαρείον, εσχαρεύς, εσχαρεών, εσχάριον, εσχάριος, εσχαρίς, εσχαρίτης,… …   Dictionary of Greek

  • φαρετρεών — ώνος, ὁ, Α η φαρέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρέτρα με παρέκταση εών (πρβλ. ἐσχάρα: ἐσχαρεών)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”